χιονοκαταιγίδα

χιονοκαταιγίδα
η
χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιονοκαταιγίδα — η, Ν καταιγίδα που συνοδεύεται από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καταιγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χιονοκαταιγίς, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”